- εὔκηλος
- εὔκηλος (A), ον (cf. Hdn.Gr.1.161), [dialect] Dor. [full] εὔκᾱλος, (v. ἕκηλος)A free from care, at one's ease,
εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα Il.1.554
;εὗδον δ' εὔκηλοι Od.14.479
, cf. S.El.241 (lyr.); ἡμεῖς μὲν . . πολέας τελέοντες ἀέθλους . . , ὁ δ' εὔκηλος . . Od.3.263;εὔκηλοι πολέμιζον Il. 17.371
; εὔκηλος τότε νῆα θοὴν . . ἑλκέμεν ἐς πόντον, i.e. without fear, Hes. Op.671, cf. h.Merc.480;εὔ. τέρπου φρένα Pherecr.152
.2 in Alexandr. and later [dialect] Ep. of things, νὺξ εὔ. still, silent, Theoc.2.166; πτέρυγες εὔ. steady, even, A.R.2.935;αὖραι εὔ. Opp.H.4.415
. Adv. -λως A.R.2.861.------------------------------------εὔκηλος (B), ον, ([etym.] καίω)A easily burning, or (cf. εὐκέατος) easily split, Ion Trag.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.